- απόδειξη
- (Μαθημ.).Στα μαθηματικά, λέγοντας α. εννοούμε τη συναγωγή από μερικές προϋποθέσεις (υπόθεση) κάποιου συμπεράσματος (θέση) με τη βοήθεια ορισμένων και εντελώς καθορισμένων κανόνων. Έτσι, στο περίφημο θεώρημα του Πυθαγόρα, η υπόθεση είναι ότι ένα τρίγωνο είναι ορθογώνιο και η θέση (συμπέρασμα) ότι το τετράγωνο με πλευρά την υποτείνουσα του τριγώνου είναι ισοδύναμο με το άθροισμα των τετραγώνων των κάθετων πλευρών του· οι κανόνες που χρησιμοποιούνται για την α. είναι τα αξιώματα της ευκλείδειας γεωμετρίας και οι αρχές της λεγόμενης κλασικής λογικής.
Η τάση των μαθηματικών για όλο και μεγαλύτερη σχηματοποίηση οδήγησε στον χαρακτηρισμό μέσα στo πλαίσιo μιας θεωρίας, όχι μόνο των αρχικών (πρώτων) προτάσεων (αξίωμα), πάνω στις οποίες βασίζεται, αλλά και στο ποιους κανόνες πρέπει να δεχτούμε, ώστε να γίνει δυνατή η αναγωγή (τουλάχιστον κατ’ αρχήν) κάθε α. σε ένα είδος λογισμού, όπου τα αρχικά δεδομένα αποτελούν την υπόθεση και το αποτέλεσμα τη θέση.
Οι α. στα μαθηματικά διακρίνονται σε άμεσες (κατασκευαστικές) και έμμεσες (όχι κατασκευαστικές, με απαγωγή σε άτοπο). Στην περίπτωση που η προς α. θέση είναι η βεβαίωση της ύπαρξης ενός αντικειμένου, που ικανοποιεί ορισμένες ιδιότητες (για παράδειγμα, έστω ότι ζητείται να αποδειχτεί ότι για κάθε φυσικό αριθμό Ν, υπάρχει πρώτος Ρ, μεγαλύτερός του) εμφανίζονται δύο δυνατότητες· κατά τη μία, μπορεί κανείς να εφαρμόσει μία μέθοδο τέτοια, ώστε με ένα πεπερασμένο πλήθος από βήματα (που επιτρέπονται και προβλέπονται από τη θεωρία) να κατασκευάσει το αντικείμενο του υπόψη ζητήματος, δηλαδή να το καθορίσει (στο προηγούμενο παράδειγμα, αν δοθούν ν πρώτοι αριθμοί σε αύξουσα διάταξη Ρ1, Ρ2,..., Pν, κατασκευάζεται ένας πρώτος Pν+1 μεγαλύτερος από τον καθένα από τους Ρ1, Ρ2,..., Pν. Επαναλαμβάνοντας τη μέθοδο αυτή όσες φορές απαιτείται – και απαιτείται ένας πεπερασμένος αριθμός από φορές– φτάνει στην κατασκευή ενός πρώτου αριθμού Ρ μεγαλύτερου από τον δοθέντα Ν. Κατά τη δεύτερη δυνατότητα μπορεί κανείς να ξεκινήσει τους συλλογισμούς του από την άρνηση της προς α. θέσης· περνάει έτσι από μία σειρά συνέπειες της άρνησης, μέχρι που φτάνει σε ένα άτοπο, δηλαδή στην άρνηση μιας προηγούμενης πρότασης που έχει ήδη αποδειχθεί αληθής (στο προηγούμενο παράδειγμα, αν υποτεθεί ότι υπάρχει ένας μέγιστος πρώτος αριθμός, τότε συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι φυσικοί αριθμοί δεν είναι άπειροι, το οποίο είναι άτοπο). Εξάλλου, η θέση είναι είτε αληθής είτε ψευδής (αρχή αποκλεισμού του τρίτου)· αν η άρνηση της θέσης είναι άτοπη, τότε η θέση είναι αληθής.
Η λογικομαθηματική σχολή των διαισθητικών θεωρεί τις α. με απαγωγή σε άτοπο όχι ισχυρές· κατά τη σχολή αυτή ενδέχεται να υπάρχουν προτάσεις αμφίβολες, δηλαδή που δεν μπορεί να αποδειχθεί ούτε ότι είναι αληθείς ούτε ότι είναι ψευδείς. Παρά το ότι οι αντιρρήσεις των διαισθητικών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη με τη μέγιστη σοβαρότητα, τα μαθηματικά δεν φαίνεται να έχουν τη δυνατότητα να παραιτηθούν τελείως από α. που δεν είναι κατασκευαστικές. Ένας ειδικός τύπος κατασκευαστικής α. μπορεί να θεωρείται η επαγωγική α. Αυτό όμως το είδος α. δέχεται ότι μπορεί να τελειώσει (να ολοκληρωθεί, συμπληρωθεί) μία άπειρη ακολουθία από βήματα.
* * *η (AM ἀπόδειξις, ιων. τ. ἀπόδεξις) [αποδεικνύω]η παροχή στοιχείων για επιβεβαίωση, τεκμηρίωση κάποιου ισχυρισμού ή γνώμηςνεοελλ.1. αποδεικτικό στοιχείο, τεκμήριο2. γραπτή και ενυπόγραφη βεβαίωση, πιστοποίηση, δελτίο που επιβεβαιώνει την καταβολή χρημάτωναρχ.1. αποκάλυψη, γνωστοποίηση2. έκθεση, διήγηση(«Ἡροδότου Ἀλικαρνησσέος ἱστορίης ἀπόδεξις»)3. κατόρθωμα, επίτευξη κάποιου πράγματος4. (Λογ.) ο παραγωγικός συλλογισμός που χρησιμοποιείται για να αποδειχθεί κάτι5. στον πληθ. αἱ ἀποδείξειςτα απαιτούμενα επιχειρήματα για να αποδειχθεί κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.